- κἀπιδεσπόζει
- ἐπιδεσπόζει , ἐπιδεσπόζωto be lord overpres ind mp 2nd sgἐπιδεσπόζει , ἐπιδεσπόζωto be lord overpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδεσπόζω — ἐπιδεσπόζω (Α) εξουσιάζω ολοκληρωτικά («τίς δὲ ποιμάνωρ ἔπεστι κἀπιδεσπόζει στρατῷ», Αισχ.) … Dictionary of Greek